- οκτασέλιδος
- και οχτασέλιδος, -η, -ο (Μ ὀκτασέλιδος, -ον)1. αυτός που αποτελείται από οκτώ σελίδες2. το ουδ. ως ουσ. το οκτασέλιδο και οχτασέλιδοέντυπο ή χειρόγραφο που αποτελείται από οκτώ σελίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + σελίς, -ίδος].
Dictionary of Greek. 2013.